- ἀνίερα
- ἀνίεροςunholyneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανιερωστί — ἀνιερωστί επίρρ. (Α) ανίερα, κατά τρόπο ανίερο … Dictionary of Greek
ανοσιουργώ — ησα, κάνω έργα ανόσια, ανίερα: Οι ναζιστές ανοσιούργησαν στον τελευταίο πόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)